- συγγινώσκω
- + V 0-0-0-0-2=2 2 Mc 14,31; 4 Mc 8,22to be conscious that, to know that [ὅτι +ind.] 2 Mc 14,31; to forgive [τινι] 4 Mc 8,22
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
συγγινώσκω — συγγιγνώσκω think with pres subj act 1st sg (ionic) συγγιγνώσκω think with pres ind act 1st sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… … Dictionary of Greek
συγγιγνώσκω — ΜΑ, και ιων. τ. συγγινώσκω Α [γιγνώσκω] (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεγνωσμένος, η, ον από κοινού κατανοητός, από κοινού αντιληπτός αρχ. 1. έχω την ίδια γνώμη, συμφωνώ με κάποιον 2. (νομ.) έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον 3. μυούμαι στη γνώση… … Dictionary of Greek